- ευεπίτακτος
- εὐεπίτακτος, -ον (Α)υπάκουος σε διαταγές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-τακτος (< επι-τάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐεπίτακτον — εὐεπίτακτος submissive masc/fem acc sg εὐεπίτακτος submissive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά … Dictionary of Greek